- περδικλώνω
- και περδουκλώνωβλ. πεδικλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεδικλώ — όω και πεδουλκώ ΝΜ, πεδικλώνω και περδικλώνω και πεδουκλώνω και περδουκλώνω και πεδοκλώνω Ν (για πρόσ. και ζώα) βάζω πέδη ή πέδικλο στα πόδια (και κατ επέκτ. στα χέρια) για να εμποδίσω τις κινήσεις νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να πέσει παρεμβάλλοντας… … Dictionary of Greek
πε(ρ)δικλώνω — πεδικλώνω και περδικλώνω πε(ρ)δίκλωσα, πε(ρ)δικλώθηκα, πε(ρ)δικλωμένος 1. δένω τα πόδια ζώου, για να περιορίσω την απομάκρυνσή του από ορισμένη περιοχή. 2. ρίχνω κάποιον κάτω βάζοντας εμπόδιο ανάμεσα στα πόδια του. 3. το μέσ., πε(ρ)δικλώνομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)